ΟΞΥΤΟΚΙΝΗ

2015-05-23 22:10

  

                   Η ορμόνη της αγάπης, του σεξ, του τοκετού, της εμπιστοσύνης και της συναισθηματικής σύνδεσης.

 

 

 

Η οξυτοκίνη είναι ορμόνη της αγάπης.  Η αγάπη ηρεμεί και εκρίνονται  τα νευροχημικά που καταστέλλουν τον πόνο. Η εξίσωση θα μπορούσε να διαβαστεί κάπως έτσι: «Η αγάπη καταστέλλει τον πόνο μέσω της απελευθέρωσης κάποιων νευροδιαβιβαστών και μας χαλαρώνει».

Όταν χάσουμε κάποιον, μπορεί τα εφόδια μας στην σεροτονίνη να είναι χαμηλότερα εξαιτίας του πόνου του αποχωρισμού. Γραπωνόμαστε από το άλλο άτομο, το οποίο χρειαζόμαστε για να ομαλοποιηθούμε. Έτσι μπορούμε να εθιστούμε σε κάποιον άλλον. Όταν τα επίπεδα της σεροτονίνης είναι χαμηλά, υπάρχει λιγότερη συναισθηματική σύνδεση, λιγότερη κοινωνική συμπεριφορά και ενδιαφέρον, λιγότερο άγγιμα και χάδια...εν συντομία, λιγότερη αγάπη. Όταν είναι υψηλά, υπάρχει χαλάρωση, ανάπαυση, ανάπτυξη, επιδιόρθωση και θεραπεία, συμπεριφορά με αγάπη και συναισθηματική σύνδεση. Αυτό συμβαίνει μόνο στα θηλαστικά. Όταν σκεφτόμαστε την ουσιώδη φύση των ανθρώπων, πρέπει να υπολογίζουμε τον ρόλο της αγάπης στην ανάπτυξη και στην εξέλιξη. Η αγάπη είναι η ουσία. Η οξυτοκίνη ηρεμεί, όπως οι αγκαλιές.

Ο δεσμός είναι μια ισχυρή συναισθηματική σύνδεση, που μας βοηθάει να είμαστε μαζί με κάποιον άλλο, να βοηθιόμαστε, να προστατεύουμε ο ένας τον άλλο και να αγγιζόμαστε. Ο δεσμός είναι η θετικότερη ανθρώπινη σχέση, η οποία εμπεριέχει τη μεγαλύτερη φροντίδα. Εκείνοι που δεν είχαν αυτή τη συναισθηματική σύνδεση νωρίς στη ζωή τους με τους γονείς τους, ίσως να είναι καταδικασμένοι σε μια ζωή από διαλυμένες, εύθραυστες, αδύναμες και κουτσουρεμένες σχέσεις. Σε ένα μεγάλο βαθμό, αυτό μπορεί να συμβαίνει εξαιτίας των ελλειμμάτων στην οξυτοκίνη, ή εξαιτίας των αδύναμων, απόμακρων, αποξενωμένων πρώιμων σχέσεων με τους γονείς κάποιου. Το θέμα είναι πιο ήρθε πρώτα η χαμηλή οξυτοκίνη και μετά η ανικανότητα να αγαπάμε και να δενόμαστε, ή η  πρώιμη έλλειψη της αγάπης που κατεβάζει τα σημεία ρύθμισης της οξυτοκίνης; Θα στοιχημάτιζα ότι ο πόνος έρχεται πρώτος.

Στην εποχή του Φρόυντ υπήρξε η έννοια του επαναλαμβανόμενου ψυχαναγκασμού. Η εκδραμάτιση των παιδικών τραυμάτων ξανά και ξανά με σκοπό να πάρουμε αγάπη. Αλλά τώρα μπορούμε να πούμε ότι, όταν κάποιος στα πρώιμα στάδια της ζωής του δεν ήταν κοντά σε κάποιον γονέα, είναι ανεπαρκής στην οξυτοκίνη και αυτή η έλλειψη τον εμποδίζει να συνδεθεί συναισθηματικά. Για να το θέσω διαφορετικά, αν βλέπουμε κάποιον που δεν μπορεί να διατηρήσει μακροχρόνιους δεσμούς, που έχει την μια επιφανειακή σχέση μετά την άλλη και κολλάει σε έναν επαναλαμβανόμενο ψυχαναγκασμό, μπορούμε να αξιώσουμε ότι του έλλειψε η πολύ στενή επαφή με τους γονείς του στην παιδική του ηλικία. Αυτή η έλλειψη χαμήλωσε τα επίπεδα της οξυτοκίνης, έτσι ώστε ως ενήλικας δεν έχει τα χημικά με τα οποία να σχετιστεί στενά με κάποια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη.

 

Μαθαίνουμε, πώς να συνδεόμαστε συναισθηματικά μέσω του πρώιμου δεσμού. Έτσι απλά. Δεν μαθαίνουμε με την ακαδημαική έννοια. Αυτό δεν μπορεί να διδαχτεί με αυτό τον τρόπο και σίγουρα δεν μπορεί να διδαχτεί στην μετέπειτα ζωή. Είναι μια συναισθηματική κατάσταση που μεταδίδεται μέσα από τα συναισθήματα που πρέπει να λαμβάνουν χώρα πολύ νωρίς στην ζωή μας. Εκείνα τα άτομα που είναι ικανά να δένονται σε μια ομάδα στήριξης έχουν υψηλά επίπεδα της οξυτοκίνης και έχουν λιγότερη αντιδραστικότητα στον πόνο. Εκείνοι που δεν συνδέθηκαν κατάλληλα με τους γονείς τους, ίσως είναι εκείνοι των οποίων οι σχέσεις αργότερα είναι σποραδικές, όχι τόσο εξαιτίας των τρεχουσών σχέσεων, όσο γιατί ο βιοχημικός εφοδιασμός που χρειάζονται για να συνδεθούν με τους άλλους είναι απών ή μειωμένος.

Όλοι έχουμε την θετική ανάγκη για δεσμό. Είμαστε κοινωνικά όντα. Αν δεν μας αγάπησαν νωρίς στη ζωή μας, δεν μας κοίταξαν, δεν μας άγγιξαν, δεν μας άκουσαν, δεν μας χάιδεψαν και δεν μας λάτρεψαν, εκείνες οι βιολογικές αλλαγές, όσο λεπτές κι αν είναι, μας ακολουθούν σε όλη μας την ζωή, με αποτέλεσμα, η συνεχής δύναμη τους να προκαλεί μια κατάρρευση στα φυσικά και νοητικά συστήματα. Αν τα τραύματα της γέννας, τα τραύματα πριν την γέννα (όπως για παράδειγμα η χρόνια κατάθλιψη της μητέρας) και αυτά νωρίς στην παιδική ηλικία "πλημμύριζαν" το σύστημα, θα υπάρχει μια τελική κατάρρευση της σεροτονίνης και του συστήματος της οξυτοκίνης. Τα εφόδια θα χρησιμοποιούνται στην μάχη για να καταστείλουν τον πόνο. Τα βιοχημικά, όπως η σεροτονίνη και η οξυτοκίνη θα χρησιμοποιούνται στην μάχη εναντίον της συναισθηματικής στέρησης.

.

Το πρώτο κρίσιμο σημείο: το πρώιμο κράτημα, η επαφή, το άγγιγμα και το συναισθηματικό δέσιμο, δίνουν μακροχρόνιες επιδράσεις που ηρεμούν. Αυτά δίνουν ίσως την ικανότητα για να αγαπάμε αργότερα. Αυτό περιλαμβάνει το μητρικό συναίσθημα στις γυναίκες και το να είναι ικανές να θηλάσουν και να θρέψουν τα μωρά τους. Δεύτερον, πρώιμες εμπειρίες  που επιδρούν στα επίπεδα της οξυτοκίνης, ειδικά στην μήτρα, συνιστούν αναμνήσεις που ενισχύουν και ασκούν μια δύναμη για τα συνεχή καλύτερα επίπεδα της. Αυτές οι αναμνήσεις επανενεργοποιούν τις ίδιες ψυχολογικές διαδικασίες, όπως οι πρωταρχικές και επεκτείνουν τις πρωτογενείς επιδράσεις και προς τα μέσα και προς τα έξω. Εν συντομία, η ικανότητα για αγάπη αργότερα στην ζωή είναι μια νευροφυσιολογική ανάμνηση. Αν έχετε αγαπηθεί, η ανάμνηση είναι εκεί. Αν όχι, δεν μπορείς να αγαπήσεις στον ίδιο βαθμό. Όταν υπάρχει πολύς πρώιμος πόνος και η πρωτογενής αντίδραση είναι η μειωμένη οξυτοκίνη εξαιτίας του τραύματος, τότε αυτή η μείωση μπορεί να επανενεργοποιείται σε περιπτώσεις, όπως στην γέννα και ακριβώς μετά από αυτήν, όταν είναι απολύτως αναγκαία.

Χρειάζεστε μια ήρεμη εσωτερική κατάσταση για να νιώσετε την αγάπη. Η πρώιμη αγάπη φαίνεται να παράγει μακροχρόνιες μειώσεις στην πίεση του αίματος και του καρδιακού ρυθμού. Αυτός ο τύπος ανθρώπου όχι μόνο θεραπεύεται γρηγορότερα, αλλά αναπτύσσεται σε ομαλά επίπεδα, στον γενετικό του προορισμό, λαμβάνοντας υπόψη οτι αυτοί που έχουν δεχτεί μακροχρόνια χαμηλά επίπεδα αγάπης ίσως να μην θεραπεύονται τόσο καλά και ίσως να μην αναπτύσσονται, όσον αφορά τον γενετικό τους προορισμό.

Όταν δεν έχουμε αγαπηθεί ως παιδιά, τα συστήματα μας είναι σε εγρήγορση και μας οδηγούν προς την εκπλήρωση -ακόμα και στην συμβολική εκπλήρωση π.χ.  το χειροκρότημα του κοινού, ή την απόκτηση χρημάτων. Τα στερημένα άτομα, ορμητικά όπως είναι, συνήθως πηγαίνουν σε δευτερογενείς στόχους, που καμία σχέση δεν έχουν  με την γονεϊκή αγάπη. Η τροφή είναι ένα καλό παράδειγμα. Κάποιος μπορεί να έχει εμμονή με το φαγητό, όπως και με το σεξ. Και τα δύο προέρχονται από μια πιο βασική ανάγκη για αγάπη. Αυτές είναι ανάγκες που έχουν αναδρομολογηθεί, όταν η αγάπη έχει χαθεί. Η δύναμη της εμμονής είναι ακόμα η ανάγκη για την γονεϊκή αγάπη. Η ενέργεια αυτής της ανάγκης αντικαταθίσταται. Δεν μπορούμε να πάρουμε αρκετά, γιατί η εκπλήρωση είναι προσωρινή, ένα υποκατάστατο της πραγματικής. Δεν έχει σημασία πόσο πολύ την παίρνουμε, ποτέ δεν είναι αρκετή. Προσπαθούμε να διορθώσουμε το σύστημα από τις ελλείψεις του. Έτσι, κάνουμε μασάζ και τα επίπεδα της οξυτοκίνης ανεβαίνουν. Σε μερικές ώρες, πέφτουν πάλι. Κάνουμε μια καλή δουλειά και τα επίπεδα ανεβαίνουν και μετά κατεβαίνουν. Χρόνος για να πάρουμε παραπάνω.

Είμαστε σε επαγρύπνηση ενάντια στην συνειδητή επίγνωση του να μην έχουμε αγαπηθεί, κάτι που καταστρέφει την νοητική μας απαρτίωση. Το αποτύπωμα "δεν είμαι επιθυμητός", "δεν είμαι αγαπητός και ποτέ δεν θα αγαπηθώ", "είναι μάταιο να προσπαθήσω", είναι πολύ μακρινό και είναι αδύνατον για ένα μωρό να το καταλάβει και να το αποδεχτεί. Η ορμή για την αγάπη έχει αναδρομολογηθεί προς διαφορετικά είδη εκπλήρωσης –συμβολικά- καθώς ταυτόχρονα,  η ικανότητα του ατόμου να δίνει και να παίρνει αγάπη μειώνεται. Ακόμα και αργότερα στην ενήλικη ζωή μας, είναι πολύ αργά να αγαπηθούμε, έτσι όπως έχουμε ανάγκη, γιατί η κρίσιμη περίοδος έχει περάσει. Η ορμή είναι συνεπώς διπλή, κατά πρώτον για να αποφύγουμε την γνώση της στέρησης και της αγωνίας που συνδέεται με αυτήν και κατά δεύτερον για να παλέψουμε για την εκπλήρωση δευτερογενών στόχων, όπως η επιτυχία. Η ανάγκη για επιτυχία μπορεί εύκολα να αντικαταστήσει την ανάγκη για αγάπη.

Από την στιγμή που δεν έχουμε αγαπηθεί, το συναίσθημα και το σχετικό ψυχολογικό υπόβαθρο παραμένουν. Έτσι τώρα υπάρχει ένας φαύλος κύκλος: το να αισθάνεται κανείς ότι δεν έχει αγαπηθεί τον κάνει να ενεργεί με τρόπους που μπορεί να τον κάνουν πιο απομονωμένο και μη αγαπητό. Π.χ. αποτυγχάνει στις σχέσεις, στους γάμους κτλ, κάτι  που κάνει κάποιον ακόμα και να απελπιστεί για το αν ποτέ θα μπορέσει να αγαπηθεί. Η συνέπεια μπορεί να είναι κατάθλιψη με αυτοκτονικές σκέψεις και απόπειρες. Γιατί; Επειδή το αποτύπωμα «μη αγαπητός» μπορεί να κάνει κάποιον υπερβολικό, εριστικό, αλαζόνα, απόμακρο, θυμωμένο, ψυχρό και αναίσθητο. Έτσι ο σύντροφος εξαντλεί τα όρια του και φεύγει, γιατί αυτή ή αυτός έχει ανάγκες οι οποίες δεν εκπληρώνονται.

Η έλλειψη της αγάπης προκαλεί όχι μόνο στρες, αλλά μεταγενέστερα υψηλά επίπεδα καταστολής. Έτσι νομίζουμε ότι νιώθουμε ότι αγαπάμε, αλλά πως είναι δυνατόν να νιώσουμε αυτό που δεν μπορούμε να αισθανθούμε; Συνεπώς οι σκέψεις μας υπαγορεύουν και μας βοηθούν να φανταζόμαστε ότι νιώθουμε όντα που αγαπούν, όταν στην πραγματικότητα, ίσως να μειονεκτούμε συναισθηματικά και απλώς  να εκδραματίζουμε τις ανάγκες μας. Η ικανότητα μας συμβιβάζεται σωματικά από την ανεπαρκή αγάπη στην πρώιμη ζωή μας. Η φυσιολογία του σώματος και του εγκεφάλου φέρει αυτή την ανάμνηση, όχι μόνο για τις πρώιμες ζωές μας αλλά σχετικά με την ιστορία όλης της ανθρώπινης ζωής. Αν η ανάμνηση είναι ενός υπερβολικού και πρώιμου πόνου, πχ. το να έχουμε μείνει μόνοι να κλαίμε στο κρεβάτι μας, το να μας φωνάζουν συνεχώς, ή να μας παραμελούν, τα επίπεδα της οξυτοκίνης ίσως να είναι χαμηλά. Ένας λόγος είναι οτι ανάμεσα σε άλλα πράγματα, είναι και μια αγχολυτική ορμόνη κατά του πόνου της οποίας τα εφόδια εξαντλούνται. Διαβολικά, τα εφόδια εξαντλούνται, όταν υποφέρουμε συναισθηματικά, ακριβώς την στιγμή που τα χρειαζόμαστε περισσότερο. Οι υποδοχείς της οξυτοκίνης βρίσκονται σε όλο το συναισθηματικό-μεταιχμιακό σύστημα. Ο υποθάλαμος/ υπόφυση στέλνει την οξυτοκίνη στον δρόμο της σε άλλες σημαντικές εγκεφαλικές πλευρές, σημαντικότερα στο στέλεχος, όπου το πολύ πρώιμο τραύμα αποτυπώνεται. Πόσο καλά δουλεύουν οι ορμόνες εξαρτάται από την ικανότητα τους να συνδέονται και να δένονται στους υποδοχείς τους. Οι υποδοχείς μπορούν να μεταβληθούν και/ή να επαναδιατεθούν,  αυτό εξαρτάται από την κατάσταση του στρες στον οργανισμό.

Δέσποινα Διαλεκτάκη - Σωματική Ψυχοθεραπεύτρια

 

Βιβλιογραφία:

Arthur Janov - The Biology of Love.

Άλλες πηγές:

www.britannica.com/EBchecked/.../oxytoci....

www.sciencedaily.com/terms/oxytocin.htm

www.livescience.com/35219-11-effects-of-...

www.medicalnewstoday.com/.../275795.ph..